- Μογγόλος
- ο , Μογγόλα η монгол, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Μογγόλος — ο, θηλ. Μουγόλα ο κάτοικος τής Μογγολίας ή ο μογγολικής καταγωγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Μongol] … Dictionary of Greek
Μογγόλος — ο θηλ. α ο κάτοικος της Μογγολίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σουκέ - Μπατόρ — Μογγόλος επαναστάτης και πολιτικός (Μαϊμάτσεν 1893 1923). Βοσκός στο επάγγελμα και αυτοδίδακτος άρχισε τη δράση του το 1914 πολεμώντας ενάντια στους φεουδάρχες και στον κινεζο ιαπωνικό στρατό κατοχής. Το 1921 ίδρυσε με τον Τσοϊμ παλσάν το Εθνικό… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ταμερλάνος — (Τιμούρ Λενκ, Κις, Σαμαρκάνδη 1336 – Οτρέρ 1405). Μογγόλος στρατηλάτης. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους κατακτητές και ιδρυτές εφήμερων αυτοκρατοριών που παρουσίασε κατά περιόδους η ιστορία της Ασίας. Απόγονος, ίσως, του Τζενγκίς Χαν εκπροσώπησε τη … Dictionary of Greek
μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… … Dictionary of Greek
μογγολικός — ή, ό [Μογγόλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μογγολία ή στους Μογγόλους («μογγολική γλώσσα») 2. αυτός που κατάγεται από τη Μογγολία ή αυτός που προέρχεται από τους Μογγόλους («μογγολική φυλή») 3. φρ. α) «μογγολική κηλίδα» ιατρ. φαιοκύανη… … Dictionary of Greek
μογγολόμορφος — η, ο μογγολοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μογγόλος + μορφος (< μορφή). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Άκμπαρ — (Ουμαρκότ 1542 – Άγκρα 1605).Ο επιφανέστερος αυτοκράτορας της μογγολικής δυναστείας στην Ινδία. Έμεινε γνωστός ως ο κατεξοχήν Μέγας Μογγόλος (το όνομά του σημαίνει μέγας). Απόγονος του Ταμερλάνου και του Μπαμπέρ, ανέβηκε στον θρόνο 14 ετών και… … Dictionary of Greek
Αλλαχαμπάντ — (Allahabad). Πόλη (4.941.000 κάτ. το 2001) στη βόρεια Ινδία, στο ομόσπονδο κράτος Ουτάρ Πραντές (Uttar Pradesh). Έχει χτιστεί στη μεγάλη πεδιάδα του Γάγγη σε υψόμετρο 91 μ. και στο σημείο όπου ο ποταμός Γιαμούνα εκβάλλει στον Γάγγη. Γνωστή με το… … Dictionary of Greek
Κασμίρ — (Kashmir). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (222.236 τ. χλμ., 12.649.917 κάτ.) της νοτιοκεντρικής Ασίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της ινδικής ενδοχώρας. Συνορεύει στα ΒΑ με το Αφγανιστάν και με την Κίνα, στα Ν με τα ινδικά κρατίδια Χιματσάλ… … Dictionary of Greek